-
1 власть
η εξουσί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > власть
-
2 облигация
η ομολογία, το ομόλογοдержатель - и ο ομολογιούχος, ο κάτοχος του ομολόγουгосударственная - κρατική -, το ομόλογο του Δημοσίου-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облигация
-
3 политика
η πολιτική, внешняя - εξωτερική -торговая эк. - εμπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > политика
-
4 собственность
1. (имущество, принадлежащее кому-л.) η περιουσί/αη κυριότηταлишать - и στερώ/αφαιρώ την -2. (принадлежность кому-, чему-л. с правом полного распоряжения) η ιδιοκτησί/α, η περιουσίαпередача права - и μεταβίβαση των δικαιωμάτων - ας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собственность
-
5 фирма
η εταιρεί/αη επιχείρηση· Генеральный директор - ы γενικός διευθυντής της - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фирма
-
6 экспертиза
1. (исследование чего-л. с целью дать правильное заключение, правильную оценку чего-л.) η εμπειρογνωμοσύνη, η πραγματογνωμοσύνηокончательная - см. заключительная2. (экспертная комиссия) η επιτροπ/ή των εμπειρογνωμόνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспертиза
-
7 власть
власть ж 1) η εξουσία Советская \власть η Σοβιετική εξουσία государственная \власть η κρατική εξουσία 2) мн. \властьи οι αρχές местные \властьи οί τοπι κές αρχές* * *ж1) η εξουσίαгосуда́рственная власть — η κρατική εξουσία
2) мн.власти — οι αρχές
ме́стные власти — οι τοπικές αρχές
-
8 власть
власт||ьж1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου. -
9 дума
ду́м||аж1. (размышление, мысль) поэт. уст. ἡ σκέψη [-ις], ὁ στοχασμός:ду́мать \думау στοχάζομαι·2. лит. τό ἐπι-κολυρικό ποίημα·3. ист. ἡ Δούμα:городская \дума ἡ Δούμα τής πόλης· государственная \дума ἡ κρατική Δούμα· боярская \дума ἡ Δούμα τῶν βογιάρων (μπογιάρων). -
10 машина
маши́н||аж1. ἡ μηχανή, τό μηχάνημα, ὁ μηχανισμός:швейная \машина ἡ ραπτομηχανή· паровая \машина ἡ ἀτμομηχανή· счетная \машина ἡ ἀριθμομηχανή, ἡ λογιστική μηχανή·2. (автомобиль) разг τό αὐτοκίνητο[ν]:легковая \машина ἡ λιμουζίνα· грузовая \машина τό φορτηγό αὐτοκίνητο· санитарная \машина τό ὑγειονομικό αὐτοκίνητο· пожарная \машина ἡ πυροσβεστική ἀντλία· вести́ \машинау ὁδηγώ αὐτοκίνητο·3. перен ἡ μηχανή:государственная \машина ἡ κρατική μηχανἤ военная \машина ἡ στρατιωτική μηχανή, ἡ πολεμική μηχανή· ◊ адская \машина ἡ ὠρολογιακή βόμβα. -
11 печать
печат||ьж1. ἡ σφραγίδα [-ς], ἡ βοῦλ-λα:государственная \печать ἡ κρατική σφραγίδα·2. перен ἡ σφραγίδα [-ίς]:\печать времени ἡ σφραγίδα τής ἐποχής· \печать позора τό στίγμα τής ἀτιμίας·3. (пресса) ὁ τύπος:свобода \печатьи ἡ ἐλευθερία τοῦ τύπου, ἡ ἐλευθεροτυπία·4. (печатание) ἡ ἐκτύπωση [-ις].-отдать в \печать δίδω προς τύπωση· выйти из \печатьи τυπώνομαι·5. (шрифт) τό στοιχεῖο[ν]:мелкая \печать τά μικρά (τυπογραφικά) στοιχεία· ◊ глубокая \печать ἡ βαθυτυπία. -
12 собственность
собственн||остьж ἡ ἰδιοκτησία, ἡ περιουσία:социалистическая \собственность ἡ σοσιαλιστική ἰδιοκτησία· государственная \собственность ἡ κρατική ἰδιοκτησία· личная \собственность ἡ προσωπική ἰδιοκτησία (или περιουσία)· частная \собственность ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία· земельная \собственность ἡ κτηματική περιουσία, ἡ γαιοκτησία. -
13 субсидия
субсидияж ἡ ἐπιχορήγηση [-ις]:государственная \субсидия ἡ κρατική ἐπιχορήγηση. -
14 безопасность
-и θ.ασφάλεια•находиться в полной -и βρίσκομαι σε πλήρη ασφάλεια•
государственная безопасность η κρατική ασφάλεια•
совет -и ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ•
техника -и τεχνικά μέτρα πρόληψης ατυχημάτων.
-
15 власть
-и θ.1. εξουσία•борьба за власть αγώνας για την εξουσία•
захват -и κατάληψη της εξουσίας•
прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•
власть государственная власть κρατική εξουσία•
исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•
верховная -η ανώτατη εξουσία.
2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•местные -и οι τοπικές αρχές.
εκφρ.ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•в моей, твоей – κλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου. -
16 дума
-ы θ.1. σκέψη, στόχαση•тяжлая дума οδυνηρή σκέψη.
2. (φιλγ.) ελεγείο, ελεγεία.3. (στη Ρωσία) η Δούμα, κεντρικό ή τοπικό όργανο διοίκησης•боярская дума η Δούμα των βογιάρων•
городская дума η Δούμα της πόλης•
государственная дума η κρατική Δούμα (Κοινοβούλιο).
-
17 машина
-ы θ.1. μηχανή•паровая машина ατμομηχανή•
швейная машина ραπτομηχανή•
вязальная машина η πλεκτομηχανή•
печатная машина τυπογραφική μηχανή•
сельскохозяйственные -ы αγροτικές μηχανές•
уборочная машина συλλεκτική μηχανή•
подъёмная машина ανελκυστήρας•
наборочная машина λινοτυπική μηχανή•
машина для стрижки волос κουρευτική μηχανή•
счётная машина λογιστική μηχανή•
собирать -у συναρμολογώ μηχανή.
|| (συνεκδ.) государственная машина η κρατική μηχανή ή μηχανισμός•адская машина ωρολογιακή βόμβα.
2. αυτοκίνητο•легковая машина η κούρσα.
(αθλτ.) ποδήλατο ή μοτοσικλέτα. || γραφομηχανή. || παλ. τραίνο επιβατικό.3. μουσικό μηχανικό όργανο (λατέρνα κ.τ.τ.). -
18 цена
-ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.1. τιμή, τίμημα, αξία•цена товара η τιμή του εμπορεύματος•
государственная цена κρατική τιμή•
цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•
снижение цен πτώση των τιμών•
тврдая цена σταθερή τιμή.
2. εκτίμηση.3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.
|| -ой χάρη, αντί•добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•
занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.
|| μτφ. σημασία•жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•
какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;
εκφρ.в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•- ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας.
См. также в других словарях:
Аравантинос, Панос — Панайотис или Панос Аравантинос (греч. Πάνος Αραβαντινός Керкира 1884 Париж 4 декабря 1930 года) греческий и немецкий декоратор, театральный художник и оперный сценограф. Содержание 1 Биография 2 … Википедия